σκευαγωγός

σκευαγωγός
-ό / σκευαγωγός, -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή, Ν
αυτός που μεταφέρει σκεύη ή αποσκευές (α. «σκευαγωγό όχημα» β. «σκευαγωγοὶ ἅμαξαι», Πολυδ.
γ. «σκευαγωγοὶ ἡμίονοι», Συνέσ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το σκευαγωγό
α) ζώο ή όχημα που προορίζεται για τη μεταφορά αποσκευών
β) σιδηροδρομικό όχημα τού ίδιου προορισμού, σκευοφόρος
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκευαγωγός
αυτός που επιτηρεί τις αποσκευές ή αυτός που τίς μεταφέρει, αχθοφόρος, χαμάλης («ἔρχονται οἱ σκευαγωγοὶ ἐπὶ τὰ τεταγμένα ἄγειν», Ξεν.)
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευαγωγά
α) άμαξες που μεταφέρουν σκεύη
β) φορτηγά πλοία που ενεργούν μεταφορές («ἐναυπηγήσατο σκευαγωγὰ ἑκατὸν καὶ τριάκοντα», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + ἀγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκευαγωγόν — σκευαγωγός conveying goods masc/fem acc sg σκευαγωγός conveying goods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγοί — σκευαγωγός conveying goods masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγούς — σκευαγωγός conveying goods masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγά — σκευαγωγός conveying goods neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγία — η, Ν [σκευαγωγός] στρ. μεταφορά στρατιωτικών σκευών σε περίοδο πολέμου …   Dictionary of Greek

  • σκευαγωγώ — έω, ΜΑ [σκευαγωγός] 1. συγκεντρώνω μαζί τα σκεύη, τά δένω και τά μεταφέρω («τούτῳ πεισθέντες μικρὸν ὕστερον σκευαγωγεῑν ἐκ τῶν ἀγρῶν») 2. μτφ. ανυψώνομαι, ανέρχομαι («σήμερον ἡ ἀνθρώπινος φύσις σκευαγωγεῑται εἰς οὐρανόν», Θεοδ. Αλ.) μσν. λεηλατώ …   Dictionary of Greek

  • σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՕԹԱԲԵՐ — ( ) NBH 1 0256 Chronological Sequence: Unknown date ա. σκευαγωγός vasa seu instrumenta vehens Որ բարձեալ բերէ զանօթս եւ զսպասս. *Կառք են բիւրք, ոմանք անօթաբեր, եւ ոմանք զնոսա բերեն. Բրս. ընչեղ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σκευαγωγοῖς — σκευαγωγέω pack up and carry away goods pres opt act 2nd sg (attic epic doric) σκευαγωγός conveying goods masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκευαγωγῶν — σκευαγωγέω pack up and carry away goods pres part act masc nom sg (attic epic doric) σκευαγωγός conveying goods masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”